ὁμοέθνους

ὁμοέθνους
ὁμόεθνος
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμοεθνοῦς — ὁμοεθνής of the same people masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοκτόνος — και αδερφοκτόνος, ο (Α ἀδελφοκτόνος, ον) ως ουσ. ο φονέας τού αδελφού ή τής αδελφής του νεοελλ. 1. ο φονέας αδελφού ή αδελφής ή και ομοεθνούς 2. ο εμφύλιος («αδελφοκτόνος πόλεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + κτόνος «φονεὺς» < κτείνω «φονεύω».… …   Dictionary of Greek

  • ένωση — η 1. συνένωση, συγχώνευση σε ένα, μείξη, σύνδεση, σύζευξη. 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών: Ένωση εμποροϋπαλλήλων. 3. πολιτική πράξη εκούσιας υπαγωγής αυτόνομης χώρας στην κεντρική εξουσία ομοεθνούς κράτους: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”